- δίκταμος
- Πολυετές φρύγανο της οικογένειας των χειλανθών. Είναι νανοφυές, πολύκλαδο, με ωοειδή φύλλα καλυμμένα από πυκνό χνούδι. Τα άνθη του είναι μικρά και ροδόχρωμα και διατάσσονται σε κεφαλιόμορφους κορύμβους. Ο καρπός του έχει σχήμα καρυδιού, με τέσσερα μελανά, γυαλιστερά σπέρματα. Είναι ξηροφυτικό, αρωματικό, μελιτογόνο, αυτοφυές φυτό που ευδοκιμεί αποκλειστικά στην Κρήτη, σε βραχώδεις ασβεστολιθικές πλαγιές των ορεινών συγκροτημάτων της Ίδης και της Δίκτης. Από τις λέξεις θάμνος και Δίκτη προέρχεται και η ονομασία του φυτού. Στην Κρήτη είναι γνωστό με πολλές ονομασίες, όπως έρωντας, λιβανόχορτο, σταμνόχορτο, στομαχόχορτο κ.ά. Είναι γνωστό με την ίδια ονομασία από την αρχαιότητα, κατά την οποία το θεωρούσαν άριστο φαρμακευτικό φυτό. Για φαρμακευτικούς σκοπούς χρησιμοποιείται και σήμερα στην Κρήτη. Οι φαρμακευτικές ιδιότητες του δ. οφείλονται στη θυμόλη και στην καρβακρόλη, ουσίες που περιέχονται στα φύλλα και στα άνθη του, ενώ οι αρωματικές του ιδιότητες στην πουλεγόνη. To αιθέριο έλαιο του δ. εξάγεται με απόσταξη και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική. Επειδή υπάρχει μεγάλη ζήτηση στο εξωτερικό και αντίστοιχα υψηλή τιμή, o δ. άρχισε να γίνεται αντικείμενο συστηματικής καλλιέργειας στην Κρήτη από το 1920. Η ετήσια παραγωγή ξηρού δ. στον νομό Ηρακλείου υπολογίζεται σε περίπου 30 τόνους, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εξάγεται. Η ποιότητα του καλλιεργούμενου δ. θεωρείται κατώτερη από αυτή του αυτοφυούς.
Ο δίκταμος είναι αρωματικό, μελιτογόνο φυτό, με φαρμακευτικές ιδιότητες, που αυτοφύεται αποκλειστικά στα βουνά της Κρήτης (φωτ. Ν. Ταμβάκη).
Dictionary of Greek. 2013.